- φωτοευαισθησία
- η, Ν1. βιολ. ευαισθησία τών οργανισμών στην επίδραση τών ορατών φωτεινών ακτίνων ή τής υπεριώδους και υπέρυθρης ακτινοβολίας2. ιατρ. δυσανεξία προς το φως, συχνή σε ξανθά και πυρρόξανθα άτομα, η οποία εκδηλώνεται με κοκκίνισμα τού δέρματος ύστερα από μικρής διάρκειας έκθεση, π.χ. στο ηλιακό φώς3. χημ. ευπάθεια ορισμένων ουσιών στο φως, η οποία εκδηλώνεται με την αλλοίωσή τους, όταν εκτίθενται στις φωτεινές ακτίνες, φαινόμενο που αξιοποιείται στη φωτογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. photosensibilite < photo- (< φωτ[ο]-*) + sensibilite «ευαισθησία»].
Dictionary of Greek. 2013.